Ανακεφαλαιωτική Εργασία Λογοτεχνών Α2
Φιλιππία Κόγκα, Δανάη Πάνου, Ελευθερία Ντάριου, Μαριάννα Παναγιώτου, Κατερίνα Τσαντά, Ηλέκτρα Λερού, Ελένη Ντουμάνη, Αγγελίνα Καραμεσούτη
Γράψτε συνεργατικά ένα εναλλακτικό τέλος αντί των δύο τελευταίων κεφαλαίων του βιβλίου (ένα κεφάλαιο, με τίτλο, με έκταση περίπου 4 σελίδες)
«ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ»
Η Βιολέτα ξύπνησε και ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπο της. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά. Σηκώθηκε κι έκανε μερικές δουλειές, ενώ η Βασιλεία κοιμόταν ακόμη στο κρεβάτι. Την ξύπνησε και μαζί ξεκίνησαν για το χωριό. Από το βράδυ είχαν αποφασίσει να πάνε στο σπίτι της κυρίας Δέσποινας, για να αποχαιρετήσουν την Οντίν και το Ράινερ, που θα έφευγαν. Καθώς παρατηρούσαν το Δέντρο το Μονάχο και την ανθισμένη φύση, η Βιολέτα είπε στη Βασιλεία:
''Αφού τώρα όλα έχουν τακτοποιηθεί, δεν πάμε το ταξίδι που ονειρευόμασταν από μικρές;''
Η Βασιλεία έσπευσε να συμφωνήσει.
Στη συνέχεια έφτασαν στο σπίτι της κυρίας Δέσποινας, η οποία είχε αλλάξει πολύ από τον ερχομό της Οντίν στο χωριό. Τώρα την κρατούσε στα χέρια της και χαμογελούσε μετά από αρκετό καιρό πένθους. Ευχαριστούσε όσους έρχονταν για να αποχαιρετήσουν την Οντίν και το Ράινερ, συγκρατώντας τα δάκρυά της. Η Οντίν, με τα λίγα ελληνικά που ήξερε, είπε στην κυρία Δέσποινα. ''Ήρθε o Σίμος.''
Η κυρία Δέσποινα άφησε το χέρι της Οντίν και έδωσε στα παιδιά τον χρόνο για να αποχαιρετισθούν.
Ο Σίμος πήρε πρώτος το λόγο.
''Είχαμε πει ότι θα ήμασταν αχώριστοι φίλοι, μα εσύ τώρα φεύγεις.''
Η Οντίν απάντησε:
Η Οντίν απάντησε:
''Μπορεί να είμαι μακριά από το χωριό, αλλά το μυαλό μου θα είναι για πάντα εδώ, στον Κόφινα. Και ούτως ή άλλως θα επιστρέψω σύντομα, για να σε δω.''
Τη συζήτησή τους διέκοψε η Βιολέτα:
Τη συζήτησή τους διέκοψε η Βιολέτα:
''Οντίν, να έχεις ένα καλό ταξίδι! Να ξέρεις ότι θα σε θυμάμαι πάντα με τον καλύτερο τρόπο.''
Η Οντίν συγκινήθηκε και αγκάλιασε σφιχτά τη Βιολέτα. Μετά, η Βιολέτα και η Βασιλεία αποχώρησαν, για να πάνε στο νέο σπίτι του Νικόλα και της Αγγέλας, για να τους ενημερώσουν για το ταξίδι που θα έκαναν σύντομα στο εξωτερικό. Αφού τους το ανακοίνωσαν, η Βασιλεία ξεκίνησε να μαζεύει τα πράγματα της. Όταν τα μάζεψε, έφυγαν βιαστικές για το σπίτι της Βιολέτας. Εκεί η Βιολέτα γέμισε τις βαλίτσες της με τα απαραίτητα πράγματά της και ξεκίνησε με τη Βασιλεία για το λιμάνι. Μετά από το καράβι θα πήγαιναν στο αεροδρόμιο της μεγαλούπολης. Ακόμη δεν ήξεραν τον ακριβή προορισμό τους. Θα τον επέλεγαν στον δρόμο για το αεροδρόμιο.
Μετά την αναχώρηση της Οντίν, ο Σίμος πέρασε μερικό καιρό απαρηγόρητος. Περπατούσε στους δρόμους του χωριού δίχως χαρά, εφόσον και η Βιολέτα είχε φύγει. Ο Μάρκος, που τον έβλεπε κάθε μέρα στεναχωρημένο, αποφάσισε να προσπαθήσει να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο που δεν ήταν μαζί. Για αυτό, όταν δεν τον έβλεπαν τα άλλα παιδιά, για να μην τον κοροϊδεύουν που μιλάει στο φίλο της τρελής Βιολέτας, του μίλησε, προσπαθώντας να τον παρηγορήσει.
''Γεια σου Σίμο'', είπε με χαμηλή φωνή, αφού κάθισε δίπλα του, ''Τι κάνεις; Έχουμε πολύ καιρό να τα πούμε.''
''Εγώ Μάρκο ήθελα να κάνουμε παρέα, μα εσύ απομακρύνθηκες, μόνο και μόνο επειδή μιλούσα με τη Βιολέτα.'' - ''Για αυτό ακριβώς θέλω να σου μιλήσω.'' -''Τι θες δηλαδή να μου πεις;''
''Ξέρεις Σίμο εγώ πίστευα στη φιλία μας και συνεχίζω να πιστεύω. Όταν, όμως, είδα ότι η Βιολέτα σε έπαιρνε μακριά από την παρέα και από εμένα ζήλεψα και ήθελα να σε πάρω πίσω. Για αυτό η συμπεριφορά μου απέναντι σε σένα και τη Βιολέτα ήταν έτσι. Σου ζητάω να με συγχωρέσεις, γιατί ειλικρινά έχω μετανιώσει.''
''Μάρκο σε καταλαβαίνω και σε συγχωρώ, μα τώρα είμαι μόνος μου και τα λόγια σου δεν μπορούν να διορθώσουν την κατάσταση.''
''Μάρκο σε καταλαβαίνω και σε συγχωρώ, μα τώρα είμαι μόνος μου και τα λόγια σου δεν μπορούν να διορθώσουν την κατάσταση.''
''Μπορούμε όμως να κάνουμε παρέα, ξεκινώντας από την αρχή, για να γνωρίσουμε καλύτερα ο ένας τον άλλον.''
Ο Μάρκος, θέλοντας να δείξει ενδιαφέρον του, ρώτησε το Σίμο.
''Η Βιολέτα πού πήγε;''
Ο Σίμος δεν ήξερε τι να πει. Δεν είχε προλάβει καν να την αποχαιρετήσει τόσο ξαφνικά που έγιναν όλα.
Μετά από μία εβδομάδα, η Βασιλεία και η Βιολέτα είχαν αποβιβαστεί στο αεροπλάνο για το ταξίδι του γυρισμού. Από την ώρα που μπήκαν στο αεροπλάνο, η Βασιλεία είχε έναν έντονο πόνο στην καρδιά της. Ξαφνικά λιποθύμησε κι όταν συνήλθε βρισκόταν στο χωριό. Η Βιολέτα της κρατούσε το χέρι και, για βοήθεια, κάλεσε στο σπίτι της και το Σίμο. Μαζί του πήγαν ο Νικόλας και η Αγγέλα με το μωρό. Η Βασιλεία είχε υψηλό πυρετό και όλοι κατάλαβαν ότι η κατάστασή της ήταν κρίσιμη. Κάλεσαν το γιατρό, μα εκείνος ήρθε όταν πλέον η καρδιά της Βασιλείας είχε πάψει να χτυπά.
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια όλων, μα ο μεγαλύτερος θρήνος ήταν αυτός της Βιολέτας, η οποία μόλις είχε βρει ξανά τη φίλη της την έχασε ξαφνικά. Μετά από αυτό το δυσάρεστο γεγονός η Βιολέτα δεν ήταν και πολύ στα καλά της, είχε αρχίσει να παραμιλάει και να φαντάζεται ότι βλέπει πνεύματα. Έτσι, όλο το χωριό συναντήθηκε στον αυλόγυρο της εκκλησίας. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού αποφάσισαν να στείλουν τη Βιολέτα στο ψυχιατρείο. Μετά από λίγες ημέρες ήρθαν και την πήραν οι αρμόδιοι.
Αυτή τη φορά ο Σίμος ήταν απαρηγόρητος. Έτσι, αποφάσισε να την επισκεφθεί στην κλινική. Εκεί της εκμυστηρεύθηκε ότι ο παπα-Γρηγόρης αποφάσισε να κρυφτούν τα τάματα και εκείνος τον βοήθησε να τα κρύψουν στο Δέντρο το Μονάχο. Τότε η ψυχή της αγαλλίασε και ξεψύχησε ξέγνοιαστη.
Ο Σίμος από τύψεις γύρισε στο χωριό και ξέθαψε με πολύ κόπο τα τάματα κάτω από το Δέντρο το Μονάχο. Αν και η νύχτα ήταν σκοτεινή, εκείνη την ώρα ο παπα- Μανόλης, που γυρνούσε από το σπίτι της Βιολέτας όπου έψαχνε τα τάματα, είδε το Σίμο να σκάβει κάτω από το δέντρο. Τον υποψιάστηκε και συνειδητοποίησε πως κάτι συνέβαινε, σχετικό με τα τάματα.
Όταν ο Σίμος είδε τον παπα-Μανόλη να κοιτάζει ανιχνευτικά προς το μέρος του, τα ‘χασε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Άφησε τα τάματα όπως ήταν κι έφυγε. Αυτή ήταν η ευκαιρία του παπα-Μανόλη να τα πάρει. Καθώς ο παπα-Μανόλης έπαιρνε τα τάματα, ο Μάρκος τον είδε και κατευθείαν κατάλαβε τι συνέβαινε τόσο καιρό, που ήταν με το μέρος του. Ο παπα-Μανόλης κοίταξε προς το μέρος του Μάρκου, προσπαθώντας να διακρίνει ποιος ήταν αυτός που τον παρακολουθούσε. Από το μεγάλο του τρόμο πήρε γρήγορα τα τάματα κι έφυγε από την περιοχή, χωρίς να δει ποιος τον παρακολουθούσε.
Ο Μάρκος όμως τα είχε δει όλα αυτά και είχε βγάλει τα συμπεράσματά του. Το επόμενο πρωί, το είπε στο Σίμο και μαζί, το είπαν σε κάποιους χωριανούς. Το νέο, περνώντας από στόμα σε στόμα, μαθεύτηκε σε όλο το χωριό κι έτσι όλοι οι χωριανοί ένιωσαν μεγάλη απέχθεια για τον παπα-Μανόλη και κατανόησαν προς τι όλα αυτά που έλεγε για το παγκάρι.
Παρά την κακία του παπα-Μανόλη, κατά τη διαμονή του στο χωριό, είχε καταφέρει να δεθεί με κάποιους συγχωριανούς του, οι οποίοι είχαν σχηματίσει πολύ καλή εντύπωση για αυτόν. Έτσι δεν μπορούσε να αντέξει τόση μεγάλη ντροπή, μπροστά στα μάτια τόσων ανθρώπων.
Γι' αυτό το λόγο, θέλησε να δώσει τέλος στη ζωή του.
Γι' αυτό το λόγο, θέλησε να δώσει τέλος στη ζωή του.
Το επόμενο πρωί οι κάτοικοι του χωριού τον είδαν ξεψυχισμένο στο Δέντρο το Μονάχο. Τα τάματα όμως δεν τα βρήκε κανένας. Ο παπα-Μανόλης πριν το θάνατό του τα είχε κρύψει σε τόπο άγνωστο στους χωριανούς, για να φύγει από τις ψυχές του η πονηριά. Κανένας λοιπόν δεν μπόρεσε να τα βρει. Το γεγονός αυτό είχε λήξει για το χωριό. Κανένας δε το ξανασυζήτησε από τότε.
Μετά από αρκετά χρόνια η Οντίν επέστρεψε στο χωριό. Είχε μεγαλώσει πολύ, όπως και ο Σίμος. Μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί ένας πολύ στενός δεσμός. Για αυτό και μετά από μερικά χρόνια παντρεύτηκαν. Η φιλία του Σίμου και του Μάρκου, ύστερα από αρκετά χρόνια, εξακολουθούσε να υπάρχει.
Ο παπα-Γρηγόρης, μη μπορώντας να αντέξει το θάνατο της Βιολέτας, αρρώστησε βαριά και πέθανε. Ο Στράτος είχε γίνει ο πιο γνωστός οινοπαραγωγός του χωριού. Είχε καλλιεργήσει έναν πολύ έφορο αμπελώνα. Η ζωή στο χωριό συνεχιζόταν ομαλά. Το μόνο λυπητερό γεγονός που συνέβη στην οικογένεια του Σίμου ήταν ο θάνατος της νενέ. Η ηλικιωμένη γυναίκα είχε φτάσει στα ενενήντα-εννέα της χρόνια και δεν μπόρεσε να αντέξει το γήρας. Η οικογένεια πένθησε αρκετό καιρό το θάνατό της. Ωστόσο, το ξεπέρασαν με τον ερχομό του παιδιού του Σίμου και της Οντίν… Το ονόμασαν Θεοφανώ, όπως τη γιαγιά του Σίμου. Στο χωριό ζούσαν τώρα μια ευτυχισμένη ζωή.