Ανακεφαλαιωτική Ομαδική Εργασία
Καλλιτέχνες Α1: Μετατροπή του προτελευταίου κεφαλαίου, "Μαυρα κουρσάρικα πανιά", σε σενάριο
Το ακόλουθο γυρίστηκε σε ολιγόλεπτη σκηνή, βιντεοσκοπήθηκε και προβλήθηκε στην τάξη. Τους ρόλους, αν και ανδρικούς, υποδύθηκαν με επιτυχία μαθήτριες παρά την απειρία και τον ερασιτεχνισμό τους...
Το ακόλουθο γυρίστηκε σε ολιγόλεπτη σκηνή, βιντεοσκοπήθηκε και προβλήθηκε στην τάξη. Τους ρόλους, αν και ανδρικούς, υποδύθηκαν με επιτυχία μαθήτριες παρά την απειρία και τον ερασιτεχνισμό τους...
Το πλάνο ανοίγει σιγά- σιγά και τώρα φαίνονται και τα χέρια του. Κρατάει το παγκάρι της εκκλησίας και τα μάτια του τώρα κοιτούν προς αυτό με προσήλωση. Τα χέρια του μετρούν νευρικά τα νομίσματα που υπάρχουν μέσα στο παγκάρι και όταν για τρίτη φορά τελείωσε το μέτρημα, φώναξε: «Τι να τους κάνω τους βασιλικούς που μου δίνουν! Πόσες φορές τους έχω πει να ρίχνουν και κανένα ευρουλάκι στο παγκάρι;». Γύρισε την πλάτη του στην είσοδο της εκκλησίας και βάλθηκε να βάλει τα χρήματα σε ένα σακουλάκι. Τώρα το πλάνο δείχνει τον κορμό και το πρόσωπό του.
Ο Μάρκος
Ο Μάρκος αποφάσισε να μπει στην εκκλησία. Το πλάνο τον ακολουθεί από μπροστά και φαίνεται ολόκληρος. Μπαίνει μέσα στην εκκλησία με το δεξί του πόδι και κάνει το σταυρό του τρεις φορές. Αμέσως μόλις κοίταξε γύρω του κατάλαβε ότι κάτι λείπει. Ο Μάρκος κουνάει ανήσυχα το κεφάλι του και το βλέμμα πέφτει πάνω σε ένα σημείο και μένει καρφωμένο. Η κάμερα δείχνει το μέρος όπου ήταν το παγκάρι, αλλά πλέον δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Το πλάνο επιστρέφει ξανά στο Μάρκο και τον βλέπουμε από τα πλάγια. Προχωράει μπροστά και η κάμερα περνάει πιο μπροστά από εκείνον, φτάνοντας στον παπά-Μανώλη. Το πλάνο κλείνει στο πρόσωπό του και τα μάτια του φανερώνουν μια ανησυχία. Το πλάνο ανοίγει και τον δείχνει ολόκληρο και εκείνος βιαστικά βάζει τα ράσα του. Ο παπά-Μανώλης γυρίζει και κοιτάζει πίσω του. Το πλάνο κλείνει στα μάτια του, τα οποία φανερώνουν περιέργεια, αλλά και αποφασιστικότητα. Τα μάτια του καρφώνονται στον Μάρκο. Η κάμερα επιστρέφει στο πρόσωπο του Μάρκου. Τότε εμφανίζονται μια σειρά από εικόνες να στριφογυρίζουν γύρω του. Η μάνα του, που κρατάει με τα ιδρωμένα της χέρια τα χρήματα για το παγκάρι, ο παπά-Μανώλης ντυμένος με το κουστούμι, το παγκάρι που έλειπε από τη θέση του. Τα τάματα, η Βιολέτα, ο Σίμος, ο παπά-Γρηγόρης, εκείνος που έμπαινε στο σπίτι της Βιολέτας. Αυτές οι εικόνες εναλλάσσονται και από πίσω ακούγεται ο ήχος «να ρίχνουν κανένα ευρουλάκι στο παγκάρι».
Ξεκινάμε με κοντινό πλάνο στα μάτια του Μάρκου. Ιδρώτας στάζει στο πρόσωπό του από την προσπάθεια να διασχίσει το δρόμο, για να φτάσει στην εκκλησία. Τα μάτια του, εκτός από κούραση, φανέρωναν το θυμό που έκρυβε μέσα του για τον παπά-Μανώλη. Δεν ήξερε τι ήθελε να του πει. Τώρα το πλάνο ανοίγει και μας παρουσιάζεται ο κορμός και το πρόσωπο του Μάρκου. Τα χέρια του έτρεμαν. Το πλάνο ανοίγει κι άλλο και τώρα βλέπουμε ότι ο Μάρκος έχει φτάσει στο προαύλιο και πίσω του βρίσκονται οι βασιλικοί. Ο Μάρκος μένει ακίνητος, σαν να ξανασκέφτεται κάτι και έπειτα γυρίζει προς τους βασιλικούς. Το πλάνο κλείνει στο πρόσωπό του και το βλέμμα του μένει καρφωμένο κάπου. Τώρα η κάμερα γυρίζει προς ένα βασιλικό με κόκκινη γλάστρα. Γύρω από αυτόν υπάρχουν και βασιλικοί με άλλα χρώματα όπως ροζ, παπαγαλί, θαλασσί, κίτρινο, όμως η κόκκινη γλάστρα είναι η πιο έντονη απ’ όλες. Η κάμερα γυρίζει ξανά (βλέπουμε μόνο κορμό, κεφάλι) στο Μάρκο και ένα αχνό χαμόγελο φαίνεται στο πρόσωπό του. Τότε ψιθυρίζει:
- Μάνα για μένα το ‘κανες;
- Μάνα για μένα το ‘κανες;
Η κάμερα ανοίγει και τώρα βλέπουμε όλο το σώμα του Μάρκου και το τοπίο πίσω του, το οποίο είναι σπίτια με μεγάλους βασιλικούς και πολύχρωμα λουλούδια, τα οποία όμως, οι βασιλικοί επισκίαζαν. Σιγά – σιγά στο φόντο αρχίζει και φαίνεται η εκκλησία. Ο Μάρκος φτάνει στην πόρτα της και το πλάνο σταδιακά μικραίνει και βλέπουμε μόνο το πρόσωπό του, στο οποίο εκφράζεται αγωνία.
Στην εκκλησία:
Αρχίζουμε με πανοραμικό πλάνο όλης της εκκλησίας από μέσα. Επικρατεί σκοτάδι και το μόνο που φαίνεται είναι τα μισολιωμένα κεριά από την πρωινή λειτουργία. Ακόμα, επικρατεί ησυχία. Το μόνο που ακούγεται είναι ένας μεταλλικός ήχος, ο οποίος αντηχεί μέσα στην εκκλησία. Το πλάνο πλησιάζει σταδιακά, σε έναν άντρα ο οποίος έχει γυρισμένη την πλάτη του και φοράει κουστούμι και σταματάει στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Τα μάτια του δείχνουν σκληρότητα και ασπλαχνία. Τα χείλια του είναι σφιχτά κλεισμένα και ρυτίδες έχουν σχηματιστεί στο πρόσωπό του. Το πλάνο γυρίζει κοντινό στον παπά-Μανώλη και φαίνεται από τη μέση του και πάνω. Τότε, λέει με ένοχη φωνή: «Μάρκο παιδί μου εσύ είσαι;» Ο Μάρκος τότε τρέχει και πηγαίνει προς την πόρτα. Τότε ο παπά-Μανώλης διασχίζει το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές, καθώς φωνάζει: «τι κάνεις, βρωμόπαιδο;». Η κάμερα προπορεύεται από τον παπά-Μανώλη και περνάει μπροστά του. Έπειτα, γίνεται κοντινό πλάνο στο κλειδί και ακούγεται ο ήχος του κλειδιού, το οποίο γυρίζει στην κλειδαριά. Ακόμα, ακούγονται και τα χτυπήματα του παπά-Μανώλη στην πόρτα. Έπειτα το πλάνο ανεβαίνει και φαίνεται ο κορμός και το πρόσωπο του Μάρκου. Αποφασιστικά και χωρίς δισταγμό τρέχει στα δρομάκια του χωριού. Η κάμερα τον ακολουθεί και φαίνεται ολόκληρος. Στο παρασκήνιο υπάρχουν δέντρα, φυτά και πέτρινα σπιτάκια. Ο Μάρκος σταματάει και κοιτάει γύρω του. Γίνεται κοντινό στα μάτια του, στα οποία φαίνεται η απόγνωση. Το πλάνο ανοίγει ξανά και ο Μάρκος συνεχίζει να τρέχει. Όπως έτρεχε, έπεσε πάνω στον Σίμο, ο οποίος γύρευε την Οντίν. Το πλάνο κλείνει και φαίνεται μόνο ο κορμός και το κεφάλι των δύο αγοριών. Ο Μάρκος αναψοκοκκινισμένος και με γοργή αναπνοή είπε: «Σίμο σε έψαχνα. Ξέρω ότι θα σου φανεί παράξενο αλλά είναι μεγάλη ανάγκη να βρω τον παπά-Γρηγόρη». Το βλέμμα του Σίμου άλλαξε και ρώτησε καχύποπτα: «Πάλι για τα τάματα;» (το πλάνο μένει σταθερό στο πρόσωπο και τον κορμό των παιδιών). Ο Μάρκος απάντησε βιαστικά: «όχι». Έπειτα το ύφος του έγινε πιο ήπιο και χαλαρό και είπε: «κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Θα με βοηθήσεις;». ο Σίμος ανησύχησε και απάντησε στον Μάρκο με αμυντικό ύφος: «και πώς ξέρω ότι δεν κρύβεις τίποτα; Σίγουρα κάπου θέλεις να με μπλέξεις». Ο Σίμος μετάνιωσε γι’ αυτό που είπε αμέσως μετά. Σε άλλη περίπτωση ο Μάρκος θα είχε θυμώσει, όμως ο Μάρκος δεν παρεξηγήθηκε και προσπάθησε να δικαιολογηθεί: «όχι, όχι .. σου δίνω τον λόγο μου». Το πλάνο κάνει κοντινό στο πρόσωπο του Μάρκου και με μια ονειροπόλα φωνή αρχίζει να λέει: «θυμάσαι, όταν ήμασταν μικροί και κάναμε βάρδιες και παραφυλάγαμε μην έρθουν από την θάλασσα κουρσάροι; Θυμάσαι τον όρκο μας;» (Το πλάνο ανοίγει και τώρα φαίνονται τα πρόσωπα και ο κορμός των δύο παιδιών). Ο Μάρκος σιγοψιθυρίζει με μια βραχνή φωνή: «κανείς σαν εμπόδιο μπροστά μας μην σταθεί γιατί εμείς σαν μια γροθιά όλοι μαζί…». Ο Σίμος τότε με μια χαρά και έναν ενθουσιασμό, που πήγαζαν από την ανακούφισή του να τα ξαναβρίσκει με έναν παλιό φίλο τραγούδησε δυνατά με μια φωνή μαζί με τον Μάρκο: «… θα στείλουμε στη κόλαση ξανά τα μαύρα κουρσάρικα πανιά». «Λοιπόν, θα με βοηθήσεις;» ρώτησε ο Μάρκος γεμάτος ελπίδα. «Μπορώ και αλλιώς; Ο όρκος βλέπεις» είπε ο Σίμος και ένα γελάκι σχηματίστηκε στο αθώο πρόσωπό του. «τρέξε τότε! Έχω μια ιδέα πού μπορούμε να βρούμε τον παπά-Γρηγόρη» είπε ο Μάρκος και άρχισε να τρέχει. Ο Σίμος άρχισε να τρέχει λαχανιασμένος πίσω από το Μάρκο. Προχώρησαν προς το δέντρο το μονάχο. Το πλάνο ανοίγει και φαίνονται ολόκληροι αλλά και το background πίσω τους που αποτελείται από διάφορα φυτά. Η κάμερα τους τραβάει από πίσω. Τα παιδιά τρέχουν, τρέχουν και νοιώθουν πάλι σαν ένα, φίλοι για πάντα. Ξαφνικά, βλέπουν το δέντρο το μονάχο. Σταματούν, αποσβολωμένοι, με το στόμα ανοιχτό, ενώ η κάμερα μετακινείται και τους παίρνει από μπροστά. Τότε φωνάζουν και οι δυο μαζί: «τα τάματα!!!». Η κάμερα γυρίζει προς ένα δέντρο με καταπράσινα φύλλα και πανέμορφα χρωματιστά φαναράκια, πάνω στα άλλοτε λεπτά, άλλοτε χοντρά κλαδιά του…