Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΟ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ!





Οι απαντήσεις των μαθητών/τριων στα ερωτηματολόγια

«ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΟ ΜΟΝΑΧΟ», Μ. Παπαγιάννη       Τμήμα Α 1 & Α 2               
Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Αναβρύτων             Σχολικό έτος 2012-2013

Το «ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ» απαντήθηκε ανώνυμα στην τάξη:
συμπληρώθηκαν  26 ερωτηματολόγια στο Α1 και 25 ερωτηματολόγια στο Α2.
Παρακάτω καταγράφονται τα αποτελέσματα
της επεξεργασίας των συμπληρωθέντων ερωτηματολογίων
τα αποτελέσματα εμφανίζονται με κόκκινο για το Α1  και με πράσινο για το Α2


1.      Η ανάγνωση του βιβλίου «Το δέντρο το Μονάχο» μου προσέφερε περισσότερο (βάλε Ö μόνο σε μια απάντηση) :
q       Ευχαρίστηση/απόλαυση 12 , 7
q       Γνώσεις για τον κρητικό πολιτισμό 2,  10
q       Ευκαιρία για καλλιτεχνική καλλιέργεια 1, 1
q       Δυνατότητα ανίχνευσης στοιχείων αφηγηματικής τεχνικής (πχ. δομή, αναδρομές στο παρελθόν, σύνδεση κεφαλαίων) 5, 2
q       Ευκαιρία για συνεργασία με τους συμμαθητές μου 7 , 5

2.      Η ατομική εργασία σε κάθε κεφάλαιο (δηλ. η συμπλήρωση του φύλλου εργασίας):
q       Με δυσκόλεψε/με μπέρδεψε -, 2
q       Έγινε από μένα μόνο επειδή έπρεπε και τη θεωρώ άσκοπη-περιττή 5, 2
q       Με βοήθησε στη συστηματική ανάγνωση του βιβλίου 21, 21
(βάλε Ö μόνο σε μια απάντηση)

3.      Εάν δεν υπήρχε το κίνητρο της επιπλέον βαθμολογίας στο τρίμηνο, θα συμμετείχα με το ίδιο ενδιαφέρον και την ίδια προθυμία στην ανάγνωση του βιβλίου και στις εργασίες:
    ΝΑΙ  21, 23    ΟΧΙ 5, 2

4.      Θα προτιμούσα φέτος να είχαμε ασχοληθεί στην τάξη με περισσότερα λογοτεχνικά κείμενα από αυτά που περιέχονται στο βιβλίο των Κειμένων Νεοελ. Λογοτεχνίας παρά με την ανάγνωση του βιβλίου «Το Δέντρο το Μονάχο»:
    ΝΑΙ  6, 5     ΟΧΙ 20, 20

5.      Στην ανάθεση των ομαδικών εργασι μου άρεσε περισσότερο
16: συνεργασία, 3: θεματολογία εργασιών, 2: ανάγνωση, 2: ομαδικό αποτέλεσμα, 2: οι εργασίες για τη διατροφή, 1: κρητικός πολιτισμός, 1:καλλιτεχνικές δραστηριότητες
16: συνεργασία, 3: θεματολογία εργασιών, 2: η αρχή στο βιβλίο, 2: βελτίωση τρόπου γραφής και απόκτηση γνώσεων, 2: ερωτήσεις ανά κεφάλαιο

6.       Στην ανάθεση των ομαδικών εργασιών μου άρεσε λιγότερο
17: δεν εργάστηκαν όλοι εξίσου, 3: λίγος χρόνος, 2: η απόσταση των τόπων διαμονής ως παράγοντας ανασταλτικός για τις συναντήσεις, 1: η περίληψη κάθε κεφαλαίου, 1: η λιγοστή εξωτερική δράση στην πλοκή, 1: επιπλοκές στην παρουσίαση, 1: εναλλαγή ρόλων ομάδων
17: κακή συνεργασία/κακό συναισθηματικό κλίμα/κακή επικοινωνία, 3: απόσταση τόπων διαμονής, 2:  μη καθορισμός των θεμάτων από τον αρχηγό της ομάδας, 2: θέματα εργασιών, 1:πολυμελείς ομάδες   

7.      Η παρέμβαση της Φιλολόγου κρίνω ότι ήταν
q       Ελάχιστη-έπρεπε να παρεμβαίνει περισσότερο και να είναι πιο καθοδηγητική 1, 1
q       όπως έπρεπε-ουσιώδης και βοηθητική 25, 24
q       περιοριζόταν μόνο στα αναγκαία -, -

8.      Η ηλεκτρονική επικοινωνία μου με τη Φιλόλογο
q       ήταν συχνή, ουσιώδης και βοηθητική 10 , 12
q       ήταν σπάνια και τυπική 6 , 3
q       περιοριζόταν μόνο στα αναγκαία 10 , 10

9.      Για την καλύτερη και πιο ευχάριστη μελέτη του βιβλίου στο πλαίσιο του μαθήματος Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας θα πρότεινα
5: πιο πολύ χρόνο στο σχολείο, 5: κι άλλα βιβλία, 1: βίντεο, 1: μεγαλύτερη παρέμβαση στις ομάδες/μέλη, 1: συζήτηση παρουσιάσεων, 1: έμφαση στο ηθικό δίδαγμα, 1: έμφαση στα συναισθήματα, 1: πιο πολλές ομαδικές εργασίες, 1: μελέτη με θεωρία της πρόσληψης, 1: περισσότερη επιβράβευση
5: κι άλλα βιβλία, 3: περισσότερη συζήτηση της πλοκής, 3: πιο πολύ χρόνο στο σχολείο, 3: ένα βιβλίο με περισσότερη δράση/πιο ευχάριστο, 2: περισσότερες δραστηριότητες δημιουργικής γραφής, 2: έμφαση στα συναισθήματα, 1: μόνο ομαδικές εργασίες, 1: ενασχόληση με ποίηση, 1: ενασχόληση με συγγραφέα

Οι ζωγραφιές των αναγνωστών/τριών του "Δέντρου"

Οι καλλιτεχνικές δημιουργίες των μαθητών/τριών του Α1 & Α2 για το "Δέντρο το Μονάχο" της Μ. Παπαγιάννη αναρτήθηκαν στην είσοδο της αίθουσας εκδηλώσεων του Πρότυπου Πειραματικού Γ/σίου Αναβρύτων την Πέμπτη, 27 Ιουνίου.





Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Καλλιτέχνες Α1

Ανακεφαλαιωτική Ομαδική Εργασία
Καλλιτέχνες Α1: Μετατροπή του προτελευταίου κεφαλαίου, "Μαυρα κουρσάρικα πανιά", σε σενάριο

Το ακόλουθο γυρίστηκε σε ολιγόλεπτη σκηνή, βιντεοσκοπήθηκε και προβλήθηκε στην τάξη. Τους ρόλους, αν και ανδρικούς, υποδύθηκαν με επιτυχία μαθήτριες παρά την απειρία και τον ερασιτεχνισμό τους...
Το πλάνο ανοίγει σιγά- σιγά και τώρα φαίνονται και τα χέρια του. Κρατάει το παγκάρι της εκκλησίας και τα μάτια του τώρα κοιτούν προς αυτό με προσήλωση. Τα χέρια του μετρούν νευρικά τα νομίσματα που υπάρχουν μέσα στο παγκάρι και όταν για τρίτη φορά τελείωσε το μέτρημα, φώναξε: «Τι να τους κάνω τους βασιλικούς που μου δίνουν! Πόσες φορές τους έχω πει να ρίχνουν και κανένα ευρουλάκι στο παγκάρι;». Γύρισε την πλάτη του στην είσοδο της εκκλησίας και βάλθηκε να βάλει τα χρήματα σε ένα σακουλάκι. Τώρα το πλάνο δείχνει τον κορμό και το πρόσωπό του.
Ο Μάρκος  
Ο Μάρκος αποφάσισε να μπει στην εκκλησία. Το πλάνο τον ακολουθεί από μπροστά και φαίνεται ολόκληρος. Μπαίνει μέσα στην εκκλησία με το δεξί του πόδι και κάνει το σταυρό του τρεις φορές. Αμέσως μόλις κοίταξε γύρω του κατάλαβε ότι κάτι λείπει. Ο Μάρκος κουνάει ανήσυχα το κεφάλι του και το βλέμμα πέφτει πάνω σε ένα σημείο και μένει καρφωμένο. Η κάμερα δείχνει το μέρος όπου ήταν το παγκάρι, αλλά πλέον δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Το πλάνο επιστρέφει ξανά στο Μάρκο και τον βλέπουμε από τα πλάγια. Προχωράει μπροστά και η κάμερα περνάει πιο μπροστά από εκείνον, φτάνοντας στον παπά-Μανώλη. Το πλάνο κλείνει στο πρόσωπό του και τα μάτια του φανερώνουν μια ανησυχία. Το πλάνο ανοίγει και τον δείχνει ολόκληρο και εκείνος βιαστικά βάζει τα ράσα του. Ο παπά-Μανώλης γυρίζει και κοιτάζει πίσω του. Το πλάνο κλείνει στα μάτια του, τα οποία φανερώνουν περιέργεια, αλλά και αποφασιστικότητα. Τα μάτια του καρφώνονται στον Μάρκο. Η κάμερα επιστρέφει στο πρόσωπο του Μάρκου. Τότε εμφανίζονται μια σειρά από εικόνες να στριφογυρίζουν γύρω του. Η μάνα του, που κρατάει με τα ιδρωμένα της χέρια τα χρήματα για το παγκάρι, ο παπά-Μανώλης ντυμένος με το κουστούμι, το παγκάρι που έλειπε από τη θέση του. Τα τάματα, η Βιολέτα, ο Σίμος, ο παπά-Γρηγόρης, εκείνος που έμπαινε στο σπίτι της Βιολέτας. Αυτές οι εικόνες εναλλάσσονται και από πίσω ακούγεται ο ήχος «να ρίχνουν κανένα ευρουλάκι στο παγκάρι».
Ξεκινάμε με κοντινό πλάνο στα μάτια του Μάρκου. Ιδρώτας στάζει στο πρόσωπό του από την προσπάθεια να διασχίσει το δρόμο, για να φτάσει στην εκκλησία. Τα μάτια του, εκτός από κούραση, φανέρωναν το θυμό που έκρυβε μέσα του για τον παπά-Μανώλη. Δεν ήξερε τι ήθελε να του πει. Τώρα το πλάνο ανοίγει και μας παρουσιάζεται ο κορμός και το πρόσωπο του Μάρκου. Τα χέρια του έτρεμαν. Το πλάνο ανοίγει κι άλλο και τώρα βλέπουμε ότι ο Μάρκος έχει φτάσει στο προαύλιο και πίσω του βρίσκονται οι βασιλικοί. Ο Μάρκος μένει ακίνητος, σαν να ξανασκέφτεται κάτι και έπειτα γυρίζει προς τους βασιλικούς. Το πλάνο κλείνει στο πρόσωπό του και το βλέμμα του μένει καρφωμένο κάπου. Τώρα η κάμερα γυρίζει προς ένα βασιλικό με κόκκινη γλάστρα. Γύρω από αυτόν υπάρχουν και βασιλικοί με άλλα χρώματα όπως ροζ, παπαγαλί, θαλασσί, κίτρινο, όμως η κόκκινη γλάστρα είναι η πιο έντονη απ’ όλες. Η κάμερα γυρίζει ξανά (βλέπουμε μόνο κορμό, κεφάλι) στο Μάρκο και ένα αχνό χαμόγελο φαίνεται στο πρόσωπό του. Τότε ψιθυρίζει:
- Μάνα για μένα το ‘κανες;
Η κάμερα ανοίγει και τώρα βλέπουμε όλο το σώμα του Μάρκου και το τοπίο πίσω του, το οποίο είναι σπίτια με μεγάλους βασιλικούς και πολύχρωμα λουλούδια, τα οποία όμως, οι βασιλικοί επισκίαζαν. Σιγά – σιγά στο φόντο αρχίζει και φαίνεται η εκκλησία. Ο Μάρκος φτάνει στην πόρτα της και το πλάνο σταδιακά μικραίνει και βλέπουμε μόνο το πρόσωπό του, στο οποίο εκφράζεται αγωνία.
Στην εκκλησία:
Αρχίζουμε με πανοραμικό πλάνο όλης της εκκλησίας από μέσα. Επικρατεί σκοτάδι και το μόνο που φαίνεται είναι τα μισολιωμένα κεριά από την πρωινή λειτουργία. Ακόμα, επικρατεί ησυχία. Το μόνο που ακούγεται είναι ένας μεταλλικός ήχος, ο οποίος αντηχεί μέσα στην εκκλησία. Το πλάνο πλησιάζει σταδιακά, σε έναν άντρα ο οποίος έχει γυρισμένη την πλάτη του και φοράει κουστούμι και σταματάει στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Τα μάτια του δείχνουν σκληρότητα και ασπλαχνία. Τα χείλια του είναι σφιχτά κλεισμένα και ρυτίδες έχουν σχηματιστεί στο πρόσωπό του. Το πλάνο γυρίζει κοντινό στον παπά-Μανώλη και φαίνεται από τη μέση του και πάνω. Τότε, λέει με ένοχη φωνή: «Μάρκο παιδί μου εσύ είσαι;» Ο Μάρκος τότε τρέχει και πηγαίνει προς την πόρτα. Τότε ο παπά-Μανώλης διασχίζει το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές, καθώς φωνάζει: «τι κάνεις, βρωμόπαιδο;». Η κάμερα προπορεύεται από τον παπά-Μανώλη και περνάει μπροστά του. Έπειτα, γίνεται κοντινό πλάνο στο κλειδί και ακούγεται ο ήχος του κλειδιού, το οποίο γυρίζει στην κλειδαριά. Ακόμα, ακούγονται και τα χτυπήματα του παπά-Μανώλη στην πόρτα. Έπειτα το πλάνο ανεβαίνει και φαίνεται ο κορμός και το πρόσωπο του Μάρκου. Αποφασιστικά και χωρίς δισταγμό τρέχει στα δρομάκια του χωριού. Η κάμερα τον ακολουθεί και φαίνεται ολόκληρος. Στο παρασκήνιο υπάρχουν δέντρα, φυτά και πέτρινα σπιτάκια. Ο Μάρκος σταματάει και κοιτάει γύρω του. Γίνεται κοντινό στα μάτια του, στα οποία φαίνεται η απόγνωση. Το πλάνο ανοίγει ξανά και ο Μάρκος συνεχίζει να τρέχει. Όπως έτρεχε, έπεσε πάνω στον Σίμο, ο οποίος γύρευε την Οντίν. Το πλάνο κλείνει και φαίνεται μόνο ο κορμός και το κεφάλι των δύο αγοριών. Ο Μάρκος αναψοκοκκινισμένος και με γοργή αναπνοή είπε: «Σίμο σε έψαχνα. Ξέρω ότι θα σου φανεί παράξενο αλλά είναι μεγάλη ανάγκη να βρω τον παπά-Γρηγόρη». Το βλέμμα του Σίμου άλλαξε και ρώτησε καχύποπτα: «Πάλι για τα τάματα;» (το πλάνο μένει σταθερό στο πρόσωπο και τον κορμό των παιδιών). Ο Μάρκος απάντησε βιαστικά: «όχι». Έπειτα το ύφος του έγινε πιο ήπιο και χαλαρό και είπε: «κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Θα με βοηθήσεις;». ο Σίμος ανησύχησε και απάντησε στον Μάρκο με αμυντικό ύφος: «και πώς ξέρω ότι δεν κρύβεις τίποτα; Σίγουρα κάπου θέλεις να με μπλέξεις». Ο Σίμος μετάνιωσε γι’ αυτό που είπε αμέσως μετά. Σε άλλη περίπτωση ο Μάρκος θα είχε θυμώσει, όμως ο Μάρκος δεν παρεξηγήθηκε και προσπάθησε να δικαιολογηθεί: «όχι, όχι .. σου δίνω τον λόγο μου». Το πλάνο κάνει κοντινό στο πρόσωπο του Μάρκου και με μια ονειροπόλα φωνή αρχίζει να λέει: «θυμάσαι, όταν ήμασταν μικροί και κάναμε βάρδιες και παραφυλάγαμε μην έρθουν από την θάλασσα κουρσάροι; Θυμάσαι τον όρκο μας;» (Το πλάνο ανοίγει και τώρα φαίνονται τα πρόσωπα και ο κορμός των δύο παιδιών). Ο Μάρκος σιγοψιθυρίζει με μια βραχνή φωνή: «κανείς σαν εμπόδιο μπροστά μας μην σταθεί γιατί εμείς σαν μια γροθιά όλοι μαζί…». Ο Σίμος τότε με μια χαρά και έναν ενθουσιασμό, που πήγαζαν από την ανακούφισή του να τα ξαναβρίσκει με έναν παλιό φίλο τραγούδησε δυνατά με μια φωνή μαζί με τον Μάρκο: «… θα στείλουμε στη κόλαση ξανά τα μαύρα κουρσάρικα πανιά». «Λοιπόν, θα με βοηθήσεις;» ρώτησε ο Μάρκος γεμάτος ελπίδα. «Μπορώ και αλλιώς; Ο όρκος βλέπεις» είπε ο Σίμος και ένα γελάκι σχηματίστηκε στο αθώο πρόσωπό του. «τρέξε τότε! Έχω μια ιδέα πού μπορούμε να βρούμε τον παπά-Γρηγόρη» είπε ο Μάρκος και άρχισε να τρέχει. Ο Σίμος άρχισε να τρέχει λαχανιασμένος πίσω από το Μάρκο. Προχώρησαν προς το δέντρο το μονάχο. Το πλάνο ανοίγει και φαίνονται ολόκληροι αλλά και το background πίσω τους που αποτελείται από διάφορα φυτά. Η κάμερα τους τραβάει από πίσω. Τα παιδιά τρέχουν, τρέχουν και νοιώθουν πάλι σαν ένα, φίλοι για πάντα. Ξαφνικά, βλέπουν το δέντρο το μονάχο. Σταματούν, αποσβολωμένοι, με το στόμα ανοιχτό, ενώ η κάμερα μετακινείται και τους παίρνει από μπροστά. Τότε φωνάζουν και οι δυο μαζί: «τα τάματα!!!». Η κάμερα γυρίζει προς ένα δέντρο με καταπράσινα φύλλα και πανέμορφα χρωματιστά φαναράκια, πάνω στα άλλοτε λεπτά, άλλοτε χοντρά κλαδιά του…

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Ανακεφαλαιωτική Εργασία, Λογοτέχνες, Α1

Λογοτέχνες, Α1: Τζίνα Γάρδου, Δήμητρα Καρύδα, Κωνσταντίνος Βασιλόπουλος, Νίκος Αλεξόπουλος, Διονύσης Ακάλεστος, Παύλος Αδαμάκης, Παναγιώτης Ντάριος, Φίλιππος Αγγέλου, Δημήτρης Αρχόντας

Ανακεφαλαιωτική Εργασία: Εναλλακτικό τέλος

«Η εύρεση των ταμάτων και η ομαλή ζωή στο χωριό»
 
Έβρεχε... μόνο αυτό θυμόταν ο Μάρκος. Το πόδι του πονούσε ακόμα από το πέσιμο. Θυμήθηκε ξαφνικά τον παπά -Μανόλη να τρέχει με την σακούλα που περιείχε τα πολύτιμα τάματα του χωριού. Ξαφνικά του ήρθαν όλα στο μυαλό... Θυμόταν πως είχε πάει να βρει τον παπά-Μανόλη στην εκκλησία και τον είδε να μετράει τα χρήματα από το παγκάρι. Κρύφτηκε. Τον είδε να τα βάζει στην τσέπη του και να ετοιμάζεται να φύγει. Δίχως πολλές σκέψεις του όρμησε και κατάφερε να του πάρει τα χρήματα που η οικογένεια του με τόσο κόπο είχε βγάλει και είχε αποφασίσει να τα δώσει στην εκκλησία. Έτρεξε έξω... ανέβηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε το δρομάκι προς το Δέντρο το Μονάχο, ακούγοντας συνέχεια τον παπά-Μανόλη να του φωνάζει, όμως αυτός ήξερε το σωστό, ήξερε ποιων ήταν τα χρήματα και έτσι δεν δείλιαζε. Καθώς περνούσε δίπλα από το Δέντρο το Μονάχο, σκόνταψε... μέσα στο σκοτάδι ο φακός του παπά-Μανόλη έδειξε τα τάματα στα οποία ο Μάρκος είχε σκοντάψει...
  Τώρα κοιτούσε τον παπά-Μανόλη να τρέχει με τα τάματα στα σκοτάδια. Μια φωνή ακούστηκε, του Σίμου ήταν, φώναζε...
  Αμέσως ο Μάρκος του φώναξε:
«Ο παπά-Μανόλης έχει τα τάματα, πιάσε τον»
   Αμέσως ο Σίμος έσπευσε να πιάσει τον παπά. Εκείνος, απεγνωσμένος, έτρεξε προς το Κακοπέρατο. Ο Σίμος, που έτρεχε από πίσω του, τον είδε να σκοντάφτει και ύστερα τον έχασε από τα μάτια του μυστηριωδώς.  
     Ο Σίμος έτρεξε προς το Μάρκο και εκείνος με τη σειρά του φώναξε τη Βιολέτα. Όλοι μαζί έτρεξαν προς το Κακοπέρατο, για να τον αναζητήσουν. Μια κατολίσθηση, που συνέβη λίγο καιρό πριν, έκανε το αχανές μονοπάτι ακόμα πιο δύσβατο και τον παπά δυσεύρετο. Κατόπιν ακούστηκαν κραυγές του Παπά, ο οποίος είχε σκοντάψει και είχε χτυπήσει άσχημα το πόδι του. 
  Για καλή τύχη του χωριού ο παπάς είχε καλές διαθέσεις. αφού είδε πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο.
 Τις επόμενες ημέρες, που γιόρταζαν το Πάσχα, το χωριό ήταν μονιασμένο. Το βράδυ της Ανάστασης, στην εκκλησία, πήγε και η Βιολέτα καλοντυμένη, καλοχτενισμένη και όλοι σάστισαν που την είδαν.  Την επόμενη ημέρα, όλοι γλεντούσαν και γιόρταζαν. Ο Μάρκος συμφιλιώθηκε με όλους και ειδικότερα με το Σίμο. Έπαψε πλέον να είναι αρχηγός της παρέας και να είναι τόσο επιθετικός. Ακόμα, ήρθε πιο κοντά με τη Ματούλα. Ο Σίμος αποχαιρέτησε για τελευταία φορά την Οντίν, η οποία θα τον εγκατέλειπε προσωρινά μαζί με το Ράινερ και την κυρία Δέσποινα και θα επέστρεφαν το καλοκαίρι. Ο Στράτος αποφάσισε πως δεν θα έφευγε ξανά από το χωριό για ταξίδι. Η οικογένεια του Μάρκου  έκανε μνημόσυνο στον παππού του και πήγαν όλοι μαζί στο καλύβι του στο βουνό. Τέλος, ο Νικόλας ξεκίνησε τις εργασίες για το καινούριο του σπίτι.


«Το αίσιο τέλος και η καλή συνέχεια στο χωριό»

Το καλοκαίρι, που γύρισε η Οντίν μαζί με το Ράινερ και την κυρα- Δέσποινα, ο Σίμος πήρε μεγάλη χαρά, αφού έμαθε πως οι τρεις τους θα έμεναν για πάντα στο χωριό και θα έχτιζαν ένα καινούριο, μεγαλύτερο σπίτι και θα καλλιεργούσαν το χωράφι της κυρα-Δέσποινας. Η ψυχή του Μάρκου γαλήνεψε και έγινε φίλος με όλους. Τέλος, όλο το χωριό γενικά έγινε μια οικογένεια χωρίς διχόνοιες, προκαταλήψεις και τσακωμούς.

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Λογοτέχνες Α2

Ανακεφαλαιωτική Εργασία Λογοτεχνών Α2
Φιλιππία Κόγκα, Δανάη Πάνου, Ελευθερία Ντάριου, Μαριάννα Παναγιώτου, Κατερίνα Τσαντά, Ηλέκτρα Λερού, Ελένη Ντουμάνη, Αγγελίνα Καραμεσούτη

Γράψτε συνεργατικά ένα εναλλακτικό τέλος αντί των δύο τελευταίων κεφαλαίων του βιβλίου (ένα κεφάλαιο, με τίτλο, με έκταση περίπου 4 σελίδες)
«ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ»
Η Βιολέτα ξύπνησε και ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπο της. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά. Σηκώθηκε κι έκανε μερικές δουλειές, ενώ η Βασιλεία κοιμόταν ακόμη στο κρεβάτι. Την ξύπνησε και μαζί ξεκίνησαν για το χωριό. Από το βράδυ είχαν αποφασίσει να πάνε στο σπίτι της κυρίας Δέσποινας, για να αποχαιρετήσουν την Οντίν και το Ράινερ, που θα έφευγαν. Καθώς παρατηρούσαν το Δέντρο το Μονάχο και την ανθισμένη φύση, η Βιολέτα είπε στη Βασιλεία:                                                                                              
''Αφού τώρα όλα έχουν τακτοποιηθεί, δεν πάμε το ταξίδι που ονειρευόμασταν από μικρές;''                                                                                                                                           
Η Βασιλεία έσπευσε να συμφωνήσει.                                                                        
     Στη συνέχεια έφτασαν στο σπίτι της κυρίας Δέσποινας, η οποία είχε αλλάξει πολύ από τον ερχομό της Οντίν στο χωριό. Τώρα την κρατούσε στα χέρια της και χαμογελούσε μετά από αρκετό καιρό πένθους. Ευχαριστούσε όσους έρχονταν για να αποχαιρετήσουν την Οντίν και το Ράινερ, συγκρατώντας τα δάκρυά της. Η Οντίν, με τα λίγα ελληνικά που ήξερε, είπε στην κυρία Δέσποινα. ''Ήρθε o Σίμος.''                                                                                                             
 Η κυρία Δέσποινα άφησε το χέρι της Οντίν και έδωσε στα παιδιά τον χρόνο για να αποχαιρετισθούν.
Ο Σίμος πήρε πρώτος το λόγο.
''Είχαμε πει ότι θα ήμασταν αχώριστοι φίλοι, μα εσύ τώρα φεύγεις.''                                                                                                     
Η Οντίν απάντησε:
''Μπορεί να είμαι μακριά από το χωριό, αλλά το μυαλό μου θα είναι για πάντα εδώ, στον Κόφινα. Και ούτως ή άλλως θα επιστρέψω σύντομα, για να σε δω.''                                                                                              
Τη συζήτησή τους διέκοψε η Βιολέτα:
 ''Οντίν, να έχεις ένα καλό ταξίδι! Να ξέρεις ότι θα σε θυμάμαι πάντα με τον καλύτερο τρόπο.''                                                 
Η Οντίν συγκινήθηκε και αγκάλιασε σφιχτά τη Βιολέτα. Μετά, η Βιολέτα και η Βασιλεία αποχώρησαν, για να πάνε στο νέο σπίτι του Νικόλα και της Αγγέλας, για να τους ενημερώσουν για το ταξίδι που θα έκαναν σύντομα στο εξωτερικό.                                                                                                                         Αφού τους το ανακοίνωσαν, η Βασιλεία ξεκίνησε να μαζεύει τα πράγματα της. Όταν τα μάζεψε, έφυγαν βιαστικές για το σπίτι της Βιολέτας. Εκεί η Βιολέτα γέμισε τις βαλίτσες της με τα απαραίτητα πράγματά της και ξεκίνησε με τη Βασιλεία για το λιμάνι. Μετά από το καράβι θα πήγαιναν στο αεροδρόμιο της μεγαλούπολης. Ακόμη δεν ήξεραν τον ακριβή προορισμό τους. Θα τον επέλεγαν στον δρόμο για το αεροδρόμιο.
Μετά την αναχώρηση της Οντίν, ο Σίμος πέρασε μερικό καιρό απαρηγόρητος. Περπατούσε στους δρόμους του χωριού δίχως χαρά, εφόσον και η Βιολέτα είχε φύγει. Ο Μάρκος, που τον έβλεπε κάθε μέρα στεναχωρημένο, αποφάσισε να προσπαθήσει να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο που δεν ήταν μαζί. Για αυτό, όταν δεν τον έβλεπαν τα άλλα παιδιά, για να μην τον κοροϊδεύουν που μιλάει στο φίλο της τρελής Βιολέτας, του μίλησε, προσπαθώντας να τον παρηγορήσει.
 ''Γεια σου Σίμο'', είπε με χαμηλή φωνή, αφού κάθισε δίπλα του, ''Τι κάνεις; Έχουμε πολύ καιρό να τα πούμε.''                                                                  
 ''Εγώ Μάρκο ήθελα να κάνουμε παρέα, μα εσύ απομακρύνθηκες, μόνο και μόνο επειδή μιλούσα με τη Βιολέτα.'' - ''Για αυτό ακριβώς θέλω να σου μιλήσω.''  -''Τι θες δηλαδή να μου πεις;''                                                                                  
 ''Ξέρεις Σίμο εγώ πίστευα στη φιλία μας και συνεχίζω να πιστεύω. Όταν, όμως, είδα ότι η Βιολέτα σε έπαιρνε μακριά από την παρέα και από εμένα ζήλεψα και ήθελα να σε πάρω πίσω. Για αυτό η συμπεριφορά μου απέναντι σε σένα και τη Βιολέτα ήταν έτσι. Σου ζητάω να με συγχωρέσεις, γιατί ειλικρινά έχω μετανιώσει.''                                                                               
''Μάρκο σε καταλαβαίνω και σε συγχωρώ, μα τώρα είμαι μόνος μου και τα λόγια σου δεν μπορούν να διορθώσουν την κατάσταση.''                                   
 ''Μπορούμε όμως να κάνουμε παρέα, ξεκινώντας από την αρχή, για να γνωρίσουμε καλύτερα ο ένας τον άλλον.''
Ο Μάρκος, θέλοντας να δείξει ενδιαφέρον του, ρώτησε το Σίμο.
''Η Βιολέτα πού πήγε;''                                                   
Ο Σίμος δεν ήξερε τι να πει. Δεν είχε προλάβει καν να την αποχαιρετήσει τόσο ξαφνικά που έγιναν όλα.                                                                                      
Μετά από μία εβδομάδα, η Βασιλεία και η Βιολέτα είχαν αποβιβαστεί στο αεροπλάνο για το ταξίδι του γυρισμού. Από την ώρα που μπήκαν στο αεροπλάνο, η Βασιλεία είχε έναν έντονο πόνο στην καρδιά της. Ξαφνικά λιποθύμησε κι όταν συνήλθε βρισκόταν στο χωριό. Η Βιολέτα της κρατούσε το χέρι και, για βοήθεια, κάλεσε στο σπίτι της και το Σίμο. Μαζί του πήγαν ο Νικόλας και η Αγγέλα με το μωρό. Η Βασιλεία είχε υψηλό πυρετό και όλοι κατάλαβαν ότι η κατάστασή της ήταν κρίσιμη. Κάλεσαν το γιατρό, μα εκείνος ήρθε όταν πλέον η καρδιά της Βασιλείας είχε πάψει να χτυπά.
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια όλων, μα ο μεγαλύτερος θρήνος ήταν αυτός της Βιολέτας, η οποία μόλις είχε βρει ξανά τη φίλη της την έχασε ξαφνικά. Μετά από αυτό το δυσάρεστο γεγονός η Βιολέτα δεν ήταν και πολύ στα καλά της, είχε αρχίσει να παραμιλάει και να φαντάζεται ότι βλέπει πνεύματα. Έτσι, όλο το χωριό συναντήθηκε στον αυλόγυρο της εκκλησίας. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού αποφάσισαν να στείλουν τη Βιολέτα στο ψυχιατρείο. Μετά από λίγες ημέρες ήρθαν και την πήραν οι αρμόδιοι.
Αυτή τη φορά ο Σίμος ήταν απαρηγόρητος. Έτσι, αποφάσισε να την επισκεφθεί στην κλινική. Εκεί της εκμυστηρεύθηκε ότι ο παπα-Γρηγόρης αποφάσισε να κρυφτούν τα τάματα και εκείνος τον βοήθησε να τα κρύψουν στο Δέντρο το Μονάχο. Τότε η ψυχή της αγαλλίασε και ξεψύχησε ξέγνοιαστη.
Ο Σίμος από τύψεις γύρισε στο χωριό και ξέθαψε με πολύ κόπο τα τάματα κάτω από το Δέντρο το Μονάχο. Αν και η νύχτα ήταν σκοτεινή, εκείνη την ώρα ο παπα- Μανόλης, που γυρνούσε από το σπίτι της Βιολέτας όπου έψαχνε τα τάματα, είδε το Σίμο να σκάβει κάτω από το δέντρο. Τον υποψιάστηκε και συνειδητοποίησε πως κάτι συνέβαινε, σχετικό με τα τάματα.
Όταν ο Σίμος είδε τον παπα-Μανόλη να κοιτάζει ανιχνευτικά προς το μέρος του, τα ‘χασε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Άφησε τα τάματα όπως ήταν κι έφυγε. Αυτή ήταν η ευκαιρία του παπα-Μανόλη να τα πάρει. Καθώς ο παπα-Μανόλης έπαιρνε τα τάματα, ο Μάρκος τον είδε και κατευθείαν κατάλαβε τι συνέβαινε τόσο καιρό, που ήταν με το μέρος του. Ο παπα-Μανόλης κοίταξε προς το μέρος του Μάρκου, προσπαθώντας να διακρίνει ποιος ήταν αυτός που τον παρακολουθούσε. Από το μεγάλο του τρόμο πήρε γρήγορα τα τάματα κι έφυγε από την περιοχή, χωρίς να δει ποιος τον παρακολουθούσε.
Ο Μάρκος όμως τα είχε δει όλα αυτά και είχε βγάλει τα συμπεράσματά του. Το επόμενο πρωί, το είπε στο Σίμο και μαζί, το είπαν σε κάποιους χωριανούς. Το νέο, περνώντας από στόμα σε στόμα, μαθεύτηκε σε όλο το χωριό κι έτσι όλοι οι χωριανοί ένιωσαν μεγάλη απέχθεια για τον παπα-Μανόλη και κατανόησαν προς τι όλα αυτά που έλεγε για το παγκάρι.
Παρά την κακία του παπα-Μανόλη, κατά τη διαμονή του στο χωριό, είχε καταφέρει να δεθεί με κάποιους συγχωριανούς του, οι οποίοι είχαν σχηματίσει πολύ καλή εντύπωση για αυτόν. Έτσι δεν μπορούσε να αντέξει τόση μεγάλη ντροπή, μπροστά στα μάτια τόσων ανθρώπων.
Γι' αυτό το λόγο, θέλησε να δώσει τέλος στη ζωή του.                                                                                                                                                      
Το επόμενο πρωί οι κάτοικοι του χωριού τον είδαν ξεψυχισμένο στο Δέντρο το Μονάχο. Τα τάματα όμως δεν τα βρήκε κανένας. Ο παπα-Μανόλης πριν το θάνατό του τα είχε κρύψει σε τόπο άγνωστο στους χωριανούς, για να φύγει από τις ψυχές του η πονηριά. Κανένας λοιπόν δεν μπόρεσε να τα βρει. Το γεγονός αυτό είχε λήξει για το χωριό. Κανένας δε το ξανασυζήτησε από τότε. 
Μετά από αρκετά χρόνια η Οντίν επέστρεψε στο χωριό. Είχε μεγαλώσει πολύ, όπως και ο Σίμος. Μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί ένας πολύ στενός δεσμός. Για αυτό και μετά από μερικά χρόνια παντρεύτηκαν. Η φιλία του Σίμου και του Μάρκου, ύστερα από αρκετά χρόνια, εξακολουθούσε να υπάρχει.
Ο παπα-Γρηγόρης, μη μπορώντας να αντέξει το θάνατο της Βιολέτας, αρρώστησε βαριά και πέθανε. Ο Στράτος είχε γίνει ο πιο γνωστός οινοπαραγωγός του χωριού. Είχε καλλιεργήσει έναν πολύ έφορο αμπελώνα. Η ζωή στο χωριό συνεχιζόταν ομαλά. Το μόνο λυπητερό γεγονός που συνέβη στην οικογένεια του Σίμου ήταν ο θάνατος της νενέ. Η ηλικιωμένη γυναίκα είχε φτάσει στα ενενήντα-εννέα της χρόνια και δεν μπόρεσε να αντέξει το γήρας. Η οικογένεια πένθησε αρκετό καιρό το θάνατό της. Ωστόσο, το ξεπέρασαν με τον ερχομό του παιδιού του Σίμου και της Οντίν… Το ονόμασαν Θεοφανώ, όπως τη γιαγιά του Σίμου. Στο χωριό ζούσαν τώρα μια ευτυχισμένη ζωή.